Με την με αριθμό 840/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε επί συλλογικής αγωγής της ΕΚΠΟΙΖΩ κατά μεγάλης ασφαλιστικής εταιρείας (ALICO) κρίνονται καταχρηστικοί δύο όροι που αφορούν το δικαίωμα εξαγοράς και την ελευθεροποίηση της ασφάλισης από την καταβολή ασφαλίστρων
(δηλαδή το κεφάλαιο που εξακολουθεί να αποταμιεύεται ή να επενδύεται σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος παύσει να καταβάλει ασφάλιστρα). Η ασφαλιστική εταιρεία δεν ενημερώνει με τους παραπάνω όρους τους ασφαλισμένους για τα μειονεκτήματα που έχει η άσκηση των δικαιωμάτων εξαγοράς και ελευθεροποίησης, με αποτέλεσμα να μην πληροφορούνται με διαφάνεια κατά τη σύναψη της σύμβασης ότι αν χρειασθεί να εξαγοράσουν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια θα βγουν ζημιωμένοι.
Ο καταναλωτής δεν πληροφορείται έτσι ότι η ασφάλιση βαρύνεται με έξοδα πρόσκτησης (διαμεσολαβούντων κλπ), ότι επιπλέον από τα ασφάλιστρα που καταβάλει παρακρατείται μέρος αυτών ως «διοικητικά έξοδα», ενώ η εξαγορά επιβαρύνεται και με ποινή. Μάλιστα, η ασφαλιστική εταιρεία παρακρατά προκαταβολικά τα «έξοδα» σύναψης της ασφάλισης, με αποτέλεσμα ανάλογα με το χρόνο διάρκειας της ασφάλισης να χάνονται από την αποταμίευση ή την επένδυση περίπου δύο ετήσια ασφάλιστρα. Το αποτέλεσμα είναι να αποταμιεύεται εντέλει ένα μικρότερο μέρος του κεφαλαίου που καταβάλλει.
Ο καταναλωτής, όμως, δεν λαμβάνει καμία ενημέρωση ούτε για το ύψος των παρακρατήσεων αυτών ούτε απλά για το γεγονός των παρακρατήσεων. Ουσιαστικά ο καταναλωτής θα αρχίσει να έχει απόδοση επί του κεφαλαίου του μετά την πάροδο των 2/3 του χρόνου διάρκειας της ασφάλισης. Σε περίπτωση εξαγοράς ή ελευθεροποίησης της ασφάλισης, το κεφάλαιο που ανακύπτει είναι για τους λόγους αυτούς μικρότερο του κεφαλαίου που προκύπτει από την καταβολή των ασφαλίστρων.
Η απόφαση καταδικάζει την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία στην καταβολή χρηματικής ικανοποίησης 50.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υφίσταται το καταναλωτικό κοινό. Οι παραπάνω αδιαφανείς όροι χρησιμοποιούνται πάντως από όλες τις εταιρείες που διαθέτουν συνταξιοδοτικά προγράμματα ή ασφαλίσεις ζωής.
Η απόφαση θέτει πλέον ένα σοβαρό ζήτημα αποζημιώσεως των καταναλωτών που εξαιτίας των αδιαφανών όρων παρασύρθηκαν σε ασφαλίσεις, δίχως να γνωρίζουν τις δυσμενείς συνέπειες που θα έχουν σε περίπτωση που χρειαστούν το κεφάλαιο της ασφάλισης ή αδυνατούν να καταβάλουν περαιτέρω τα ετήσια ασφάλιστρα.
Θα πρέπει να επισημανθεί εν προκειμένω ότι η απόφαση του Δικαστηρίου εστιάζει σε θέματα διαφάνειας. Ωστόσο, για την ακολουθούμενη πρακτική το Υπουργείο Ανάπτυξης φέρει διαχρονικά ευθύνες, καθώς μέσα από την κατά καιρούς έκδοση πολύπλοκων υπουργικών αποφάσεων, που διέφευγαν του πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου, συνέβαλε στην εδραίωσή της. Η μη ενημέρωση των ασφαλισμένων για το ύψος τόσο των προκαταβολικών όσο και των ετήσιων παρακρατήσεων, έχει ως συνέπεια να μην γνωρίζει ο καταναλωτής ότι οι εγγυημένες αποδόσεις αναφέρονται σε ένα μόνο μέρος των ασφαλίστρων που καταβάλει, εντέλει να μην γνωρίζει το (ακριβό) τίμημα που έχει η ασφάλιση. Το αποτέλεσμα είναι να μην αναπτύσσεται ένας πραγματικός ανταγωνισμός ως προς κρίσιμα γνωρίσματα των ασφαλίσεων ζωής και να υστερούν οι τελευταίες σε πλεονεκτήματα για τον καταναλωτή. Οι δε ασφαλιστικές εταιρείες καταφεύγουν όλο και περισσότερο στην αδιαφάνεια για να καλύψουν μειονεκτήματα των υπηρεσιών τους.
Το Υπουργείο Ανάπτυξης έχει υποχρέωση απέναντι στο καταναλωτικό κοινό να αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία που θα διασφαλίσει τόσο την ενημέρωση των καταναλωτών για τα παραπάνω, αλλά και άλλα, στοιχεία της ασφάλισης, όσο και τη δικαιότερη κατανομή υποχρεώσεων και δικαιωμάτων ανάμεσα στους εμπλεκόμενους στις ασφαλιστικές αυτές συμβάσεις.
Η ΕΚΠΟΙΖΩ καλεί τους ασφαλισμένους να γνωστοποιήσουν σε αυτή αντίγραφα εν ισχύ ασφαλίσεων ζωής, προκειμένου να επέμβει δικαστικά σε μεγαλύτερο εύρος αλλά και για την αντιμετώπιση κι άλλων συναφών καταχρηστικών πρακτικών.